Με την δύναμη της Ελλάδας....

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008

ΣυμμετέχΟντας...

Σαν να το ήξερα πως εκείνη η μέρα θα είχε κάτι το διαφορετικό από τις άλλες.
Από το πρωί είχα μια περίεργη διαίσθηση.
Σταματώντας στο κόκκινο φανάρι έξω από τη δημοτική πινακοθήκη, και χαζεύοντας το πρόσφατα ανακαινισμένο νεοκλασσικό κτίριο της οδού Κρήτης, παρατήρησα την μεγάλη αφίσα για την τρέχουσα έκθεση. "Ένα ταψί εικόνες" ο τίτλος, της ζωγράφου ξανθίππης τριχαριτοπουλίδου.
Το όνομα κάτι μου θύμισε, μα δεν ήμουν σίγουρος.
Χαμένος στις σκέψεις, με συνέφεραν τα κορναρίσματα των πίσω αυτοκινήτων, το πράσινο είχε ανάψει και συνέχισα το δρόμο για τη δουλειά, μα οι σκέψεις ταξίδευαν χρόνια πίσω.

Το καλοκαίρι του 67 ήταν σίγουρα από εκείνα που δεν θα ξεχάσω στη ζωή μου.
Το πλοίο σάλπαρε για το νησί στις 6 το πρωί. Ξενυχτησμένος από το πάρτυ της προηγούμενης βραδιάς, με ένα σάκο στο ώμο ήμουν στο λιμάνι από τις 5. Έβγαλα το εισιτήριο και κάθισα στο καφενείο να πιω ένα καφεδάκι και να στρίψω ένα τσιγάρο. Πρώτη φορά που ταξίδευα με πλοίο, και μάλιστα μόνος.
Το τηλεγράφημα όμως που έλαβα την προηγουμένη δεν σήκωνε καθυστερήσεις.
Αλέξανδρε έλα το συντομότερο δυνατόν στο νησί. στοπ. η θεία καλλιόπη δεν είναι καλά. στοπ. είχε ατύχημα. στοπ.
Η θεία Καλλιόπη ήταν ετεροθαλής αδερφή της γιαγιάς, είχε φύγει από το χωριό στα 16 της, όταν ερωτεύτηκε έναν κατα 30 χρόνια μεγαλύτερό της ηθοποιό ενός περιπλανώμενου θιάσου που επισκέφτηκε την επαρχιακή πολιτεία και κλέφτηκαν το τελευταίο βράδυ των παραστάσεων. Την επόμενη μέρα τους είχαν πρωτοσέλιδο όλες οι τοπικές εφημερίδες.
Από τότε κανείς δεν μιλούσε γι αυτήν, ουσιαστικά την είχαν διαγράψει από μέλος της οικογένειας εδώ και χρόνια. Μόνο με τη γιαγιά αντάλασαν 2-3 γράμματα το χρόνο, στα κλεφτά από τους υπόλοιπους, μου έβαζε να τα γράφω και να της τα διαβάζω εγώ μιας κι εκείνη δεν τα κατάφερνε.
Ξέραμε πως ο άντρας της είχε πεθάνει 10 χρόνια μετά την φυγή τους, δεν είχαν κάνει παιδιά και από τότε είχε μείνει μόνη της στο νησί, όπου και συνεργάστηκε με τους ντόπιους οργανώνοντας μια δραστήρια πολιτιστική ομάδα.
Μέλος αυτής της ομάδας ήταν και η κοπέλα που με περίμενε στο λιμάνι.
-είσαι ο αλέξανδρος, μου είπε.
-ναι, της απάντησα, εσύ;
-είμαι η ξανθίππη, μαθήτρια της θείας σου, και της έπιασαν τα κλάμματα, λυπάμαι, πρόλαβε να ψελίσει, και έπεσε στην αγκαλιά μου.
Ο ιατροδικαστής μας είπε πως όλα δείχνουν αυτοκτονία.
Η θεία ανέβαινε κάθε μέρα στο κάστρο, ήξερε τα μονοπάτια σπιθαμή προς σπιθαμή, μόνο αν το επιδίωκε θα μπορούσε να πέσει από εκεί πάνω, και από οτι φαίνεται το επιδίωξε.
-δεν ήταν καθόλου καλά το τελευταίο διάστημα, μου εξήγησε η ξανθίππη το βράδυ όταν επιστρέψαμε στο σπίτι, πιστεύω πως η τρέλλα την είχε κυριέυσει, πότε χανόταν και δεν μίλουσε σε κανέναν και άλλες φορές γέλουσε μόνη της δυνατά, "μη, μη, μη το κάνεις αυτό" φώναζε "αφού το ξέρεις πως γαργαλιέμαι",
όταν συνερχόταν προσπαθούσαμε να την πείσουμε να μας επιτρέψει να σας ενημερώσουμε και να καλέσουμε κάποιον γιατρό, μα πάντα το αρνιόταν πεισματικά.
-έτσι ήταν η θεία, πάντα ατίθαση, έκανε του κεφαλιού της, δεν ήθελε να γίνεται βάρος σε κανέναν.
παρατήρησα πως το σπίτι ήταν γεμάτο με πίνακες ζωγραφικής, οι περισσότεροι μισοτελειωμένοι.
-προετοιμάζαμε με την ομάδα τον τελευταίο χρόνο μια έκθεση αφιερωμένη στο νησί και την κουζίνα του, ήταν δική της ιδέα, δούλευε πολλές ώρες σ αυτό, μα τελικά το όνειρο της έμεινε ανολοκλήρωτο, σαν ένα φαγητό πού έμεινε μισομαγειρεμένο.

Η ώρα δεν περνούσε καθόλου γρήγορα σήμερα, το μυαλό μου τριγύριζε στην έκθεση. Ζήτησα άδεια να φύγω νωρίτερα. έπρεπε να πάω να ετοιμαστώ.
Ήμουν έξω από την πινακοθήκη στις 8 ακριβώς, τα εγκαίνια ήταν στις 9.
Ζήτησα την Ξανθίππη στην είσοδο.
Μόλις με είδε δεν έδειχνε να ξαφνιάζεται.
-σε περίμενα, μου είπε,
δάκρυσα και έπεσε στην αγκαλιά μου.

Προσπάθησα, να συνδέσω σε ένα κείμενο τις λέξεις δημοτική, ιατροδικαστής, σαλπάρω, ταψί, γαργαλιέμαι. η αλήεθα είναι πως για αλλού ξεκίνησα, αλλού με πήγε ο δρόμος.
Τοβενίτο σ ευχαριστώ για την πρόσκληση, ελπίζω να τα ψιλοκατάφερα
δεν θα κάνω ιδιαίτερη πρόσκληση, όποιος από τους συνταξιδιώτες θα θελε να πειραματιστεί με τις λέξεις:
αέρας, ρόδα, μπεζέρισα, εκτελωνιστής, γιαπράκια,
θα χαρώ να διαβάσουμε το ποιόν της φαντασίας του:)

ένα όμορφο κυριακάτικο απόγευμα σε όλους.
με χαμόγελο :)

5 σχόλια:

tovenito είπε...

πολύ έξυπνη αφήγηση.
ευτυχώς μερικά όνειρα δεν μένουν απραγματοποίητα. ευχαριστώ που έπαιξες. καλό υπόλοιπο κυριακής!

b|a|s|n\i/a είπε...

μα καλά πόσο χρονών είσαι; λολ.
πολύ ωραία ιστορία. και όπως και εσύ, έτσι και οι ήρωές της. αλλού ξεκίνησαν αλλού τους πήγε ο δρόμος. ένα γελαστό βράδυ. περισσότερη αισιοδοξία γιατί μοιάζει πολλά πράγματα να χάνουν τον έλεγχό τους.

uberbastard είπε...

ωραια η ιστορια σου αλλα το τραγουδι που εβαλες μου θυμιζει ενα φιλο που χαθηκε προωρα και με στενοχωρει...

Ανώνυμος είπε...

Κρίμα που ήταν ένα μόνο παιχνίδι... χάθηκα στην αφήγηση. Άψογο...

ΦΥΡΔΗΝ-ΜΙΓΔΗΝ είπε...

Απίθανα όμορφη ιστορία.
Απαπα... δεν τολμώ να γράψω εγώ...
:-)

Πρώτη μου σκέψη και δεδομένου πως δεν ειδα εισαγωγικά, ήταν πως πρόκειται για βιωματική ιστορία "μα καλά πόσο έίναι..., είπα κι' εγώ σαν το b|a\s|n\i/a...
Στο "γαργαλιέμαι" ...τσιγκλίστηκε ο εγκέφαλος και θυμήθηκα την πρόσκληση του tovenito.

Μας ξεγέλασες που δεν έγραψες τις προτεινόμενες λέξεις με bold ή πλάγια.

Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές

Ζω...

Ζω...
Θεσσαλονίκη (photo by Tovene592)