Με την δύναμη της Ελλάδας....

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2008

1 συν 1 ίσον...

στο "άλλο μου μισό"....



δεν σε γνώρισα.

δεν συναντηθήκαμε ποτέ.

κάποιος δεν το επέτρεψε.

κάποιος δεν το θέλησε.

ίσως κι εμείς οι ίδιοι.

έφυγες.

έφυγα.

από διαφορετικούς σταθμούς.

για ξέχωρους προορισμούς.

ταξίδεψες.

περιπλανήθηκα.

έφυγες όταν έφτασα.

έφευγα όταν επέστρεφες.

χαθήκαμε στο πλήθος.

κουκκίδες μοναχές στου χάους την απειροσύνη.

ίσως τα βλέματα μας να συναντήθηκαν...

ίσως μια μόνο στιγμή.

κατέβαινες.

ανέβαινα.

και μετά έκλεισα τα μάτια και σε φυλάκισα στην μνήμη.

εκείνη τη στιγμή.

την ζω ξανά.

και ξανά.

η καρδιά χτυπά.

την ακούω.

μια για σένα.

μια για μένα.

εκείνο το βλέμμα.

το βλέπω ξανά.

και ξανά.

χάθηκες.

χάθηκα.

ένα ταξίδι είναι η ζωή.
το ξεκίναμε μόνοι.
μπορεί και μόνοι να το τελειώσουμε.
αλλά ίσως εκεί έξω κάπου να υπάρχει... το "άλλο μας μισό", ο συνταξιδιώτης μας.
λένε πως ίσως να μην είναι μόνο ένα.
μα πώς μπορεί το μισό του ένα να είναι παραπάνω από ένα;

Καλό Ξημέρωμα.
με χαμόγελο :-)

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2008

ΠαΓΗδευμένοι...

ταξίδι στο παρελθόν.

εικόνες.
παιδί.
νερό από τη βρύση.
χορταστικό.
δροσερό.
ύστερα ήρθε το αρσενικό.
από τα φυτοφάρμακα είπαν.
νερό κλεισμένο στα μπουκάλια.
μ αυτό μεγαλώσα.
έβλεπα νερό τρεχούμενο και φοβόμουν να πλησιάσω.
τώρα λιγοστεύει.
παντού.
κι εμείς;
το σπαταλάμε, αλόγιστα.
τελειώνει λένε...
κι εμείς;
σφυρίζουμε αδιάφορα.

μυρωδιές.
το χώμα.
μετά τη βροχή.
μας θύμιζε πως είμαστε ένα μ αυτό.
«χούς ει και εις χούν απελεύσει».
βγαίναμε για παιχνιδι μετά τη βροχή.
κυλιόμασταν στα βρεγμένα χωράφια.
και ρουφάγαμε τα αρώματα της φύσης.
λουλούδια.
δέντρα.
χόρτα.
απελευθέρωναν το δικό τους δώρο.
και μας το χάριζαν απλόχερα.
μας χάριζαν ζωή.
τώρα το καυσαέριο χρωμάτισε γκρίζο τον ουρανό.
μας πνίγει καθημερινά.
ύπουλα.
αθόρυβα.
σκεπάζει τις ζωές μας...στον τάφο που οι ίδιοι σκάψαμε.
κι εμείς;
μένουμε αμέτοχοι...λες και βιαζόμαστε να ξαναγίνουμε χώμα.

γεύσεις.
φρούτα.
τα κόβαμε από τα δέντρα.
τα σκουπίζαμε και τα τρώγαμε.
με γεύση φρούτων.
ξεκάθαρη.
χορταστική.
μετά ήρθαν τα μεταλλαγμένα.
απροσδιόριστη γέυση.
απροσδιόριστο χρώμα, σχήμα.
όλα ίδια μοιάζουν.
θυσία στο βωμό της κατανάλωσης.
του κέρδους.
παρέμβαση στη φύση.
γίναμε θεοί.
μα αγγίξαμε την ύβριν.
και τώρα ακολουθεί η νέμεσις.
νόμος της φύσης απαράβατος...
θα μας εκδικηθεί πριν την αποτελειώσουμε;
κανείς δεν ξέρει...
η δύναμη του ανθρώπου καταστροφικά απεριόριστη.
μα η Γη μητέρα όλων μας.

εικόνες.
μυρωδιές.
γεύσεις.
αρώματα.

ΖΩΗ.
αυτήν που μας έκλεψαν.
αυτήν που χαρίσαμε.

Ας προσπαθήσουμε.
Ας το παλέψουμε.
Ξεκινώντας από τα απλά, τα λίγα, τα καθημερινά.
Πρώτα στους εαυτούς μας, στις οικογένειες μας, στα σπίτια μας.

ο πλανήτης Μας έχει ανάγκη...
εμάς.
τους ανθρώπους του.
τους πιο ρυπογόνους κατοίκους του.

Με αφορμή το ιστολόγιο του συνιστολόγου και συνοδοιπόρου brainwaves και την εκστρατεία "Save the Earth".

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2008

Ψέμα...

...ήθελα μέρες να γράψω κάτι γι αυτό.

όλο το ανέβαλα.

με αφορμή την πρόσκληση του φίλου sdryche να προσπαθήσω να πως 6(+1) αλήθειες αποφάσισα να το συνδυάσω.

Είναι αλήθεια πως δεν συμμετέχω στα blogoπαίχνιδα, ήταν ψέμα πως δεν θα το κάνω ποτέ. (7-1)

Είναι αλήθεια πως έπρεπε πολλές φορές να αραδιάσω ένα τσουβάλι ψέματα για να καλύψω καταστάσεις και να καλυφθώ, είναι ψέμα πως δεν ένοιωσα άσχημα.

Είναι αλήθεια πως δεν έχω μισήσει ποτέ. Είναι ψέμα πως έχω ερωτευτεί.

Είναι αλήθεια πως αυτό που κάνω επαγγελματικά αυτή τη στιγμή μ αρέσει πολύ, το αγαπώ και δίνω όλες μου τις δυνάμεις να το κάνω όσο πιο σωστά μπορώ. Είναι ψέμα πως μ αρέσει κι αυτό που σπούδασα.

Είναι αλήθεια πως δεν έχω καθόλου καλή σχέση με τα χρήματα, δεν είμαι πλεονέκτης, δεν θέλω πολλά στη ζωή μου. Είναι ψέμα πως είμαι φτωχός ή ό,τι έχασα και τα λίγα.

Είναι αλήθεια πως χωρίς φίλους δεν θα μπορούσα να ζήσω. Είναι ψέμα πως δεν αντέχω την μοναξιά....(ή μήπως είναι και αλήθεια?) ;-)

Είναι αλήθεια πως τελικά αποδεικνύεται δύσκολο να βρω 7 αλήθειες για τον εαυτό μου. Είναι ψέμα πως δεν είμαι αληθινός.

......
αν καταφέρναμε να γίνουμε ειλικρινείς ίσως να διεκδικούσαμε κι έναν καλύτερο κόσμο.
έχω κουραστεί τους ανθρώπους που δεν έχουν να πουν τίποτα ουσιώδες και απλώς αναλώνονται σ'έναν φαύλο κύκλο ψέματος και κοροιδίας.
παιχνίδι καταντήσαμε τις ανθρώπινες σχέσεις...κερδίζει όποιος καταφέρει να δημιουργήσει τον πιο όμορφο μύθο...
από μικρούς μας ποτίζουν στην εξυπηρέτηση του "καλύτερα ένα ψέμα παρά μια μεγάλη αλήθεια που είναι δύσκολη"
από το πως γεννιούνται τα παιδιά μεχρί το πως πέθανε ο Διάκος, από το τι έγινε στην Εδέμ με τον Αδάμ και την Εύα μέχρι το τι είναι και τι είπε ο Θεός.
Μεγαλώνοντας γκρεμίστηκαν πολλά απόρθυτα φρούρια...ψεύτικα ορθομένα.
και συνεχίζουν να γκρεμίζονται... άνθρωποι και ιδέες.

Καλή μας ημέρα.
Είναι αλήθεια, είναι Πέμπτη 16 Οκτωβρίου.
είμαι ο halias και είμαι καλά!

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008

Στα ίδια μέρη....

« Σ’ έναν κόσμο που σπάνια καταλαβαίνω,
υπάρχουν στιγμές που λατρεύω να ζω,
να βλέπω τον ήλιο ν’ ανατέλλει, ν’ ακούω τα πουλιά να κελαηδούν,
να βλέπω τους ανθρώπους να γελούν και να κλαιν,
ν’ ακούω την καρδιά να χτυπά, να μένω μόνος και να δακρύζω.

Λατρεύω ακόμη κι εκείνες τις στιγμές του μελαγχολικού δειλινού,
την εικόνα του ήλιου που χάνεται στο απέραντο γαλάζιο.
Και μετά να ακολουθεί μια περίεργη κι απρόβλεπτη νύχτα,
βυθισμένη στο σκοτάδι και γεμάτη μυστήριο.
Όμως πάντα το ξέρω πως μια καινούρια ημέρα θα ξημερώσει. »


Φθινόπωρο 2003…

Τι και αν γελούσανε, τι κι αν χαιρόντουσαν που κρατούσαν στο χέρι τους το πολυπόθητο χαρτί, όλοι μέσα τους είχαν ένα σφίξιμο, όλοι ήξεραν πως από το επόμενο πρωί τίποτα πια δεν θα ήταν το ίδιο, όλοι θα γυρνούσαν στα σπίτια τους και θα ξεκινούσαν την νέα πορεία της ζωής τους.
Το τελευταίο επεισόδιο παιζόταν μια ηλιόλουστη φθινοπωρινή μέρα, σε μια γνωστή επαρχιακή πόλη της ηπειρωτικής Ελλάδας. Σ’ έναν από τους πολλούς πεζοδρόμους του κέντρου της, σ’ ένα πολυσύχναστο ουζερί, «ουζερί ‘η Λήθη’» μια παρέα ξεσήκωνε τον κόσμο γύρω της με το κέφι της, τις φωνές της και τα τραγούδια της.
«Φοιτητές είνι, γιουρτάζν του πτυχίου τς», απαντά με την χαρακτηριστική ντόπια προφορά ο μαγαζάτορας στις ερωτήσεις μιας γριούλας από το απέναντι μπαλκόνι, που φαίνεται πως ανησύχησε από την απροσδόκητη μεσημεριανή φασαρία των νέων.
Και πράγματι έτσι ήταν. Μια παρέα φοιτητών είχαν πάρει το πτυχίο τους εκείνη τη μέρα, λίγες ώρες πριν, στη σχολή τους, μπροστά στις οικογένειες τους, τους φίλους και γνωστούς τους, τους καθηγητές και συμφοιτητές τους. Και μετά είπαν να βγουν, να θυμηθούν τα παλιά, να πιουν και να έρθουν στον νου αναμνήσεις των χρόνων που πέρασαν, των φοιτητικών τους χρόνων. Να γλεντήσουν για την απόκτηση του χαρτιού, την επιβράβευση των κόπων τους, αλλά να γλεντήσουν και την συνάντηση τους, μετά από αρκετό καιρό όλοι μαζί.
«Ρε παιδιά θα πούμε κάτι ή θα καθόμαστε έτσι σαν…;»,
ακούστηκε η φωνή του Γρηγόρη, και συνέχισε
«ρε μάστορα πιάσε και τέσσερα τσιπουράκια για αρχή και βλέπουμε όταν έρθουν και οι γυναίκες», είδε την αμηχανία που επικράτησε για λίγο και με την ζωηράδα που τον διακρίνει ήθελε να ανεβάσει λίγο το κέφι.
Ο Γρήγορης είναι νησιώτης, Αιγαιοπελαγίτης, δεν μπορεί την σιωπή, είναι έξω καρδιά, το ίδιο είχε κάνει και τότε, στην πρώτη συνάντηση, είχε σπάσει τον πάγο, είχε κάνει την αρχή. Τώρα θα έβγαζε και τον άσσο απ’ το μανίκι του, ξεκίνησε λοιπόν κι ένα τραγούδι, «βάλτε στο τραπέζι δυο ποτήρια…» που δεν άργησε να τον «στηρίξει στο έργο του» κι ο Αχιλλέας, ο οποίος αντίθετα με τον Γρήγορη είναι βουνίσιος ,πιο ευαίσθητος και λίγο πιο κλειστός χαρακτήρας, αλλά επίσης μερακλής και φιλότιμος. Οι δυο τους μαζί ποτέ δεν άφηναν την ευκαιρία να τραγουδήσουν τα αγαπημένα τους ‘άσματα’. Πόσα βράδια δεν ξημέρωσαν με ακούσματα που μένουν χαραγμένα στο νου και σαν από παλιό γραμμόφωνο σιγοπαίζουν συνέχεια στ’ αυτιά τους.
Απ την γωνιά ξεπρόβαλαν δυο κοπέλες, ήταν η Έλλη και η Ξανθίππη, κι ο Αλέξανδρος που τις κατάλαβε αν και ήταν ακόμη λίγο μακριά, σηκώθηκε, ανέβηκε στο τραπέζι και ως πειραχτήρι που είναι, ανήγγειλε τον ερχομό τους στους υπολοίπους. «Κύριοι με μεγάλη συγκίνηση σας αναγγέλλω πως γυναίκες μάς κάνουν την μεγάλη τιμή να κινούνται προς το τραπέζι μας… Κυρίες μου, καλωσήρθατε στην παρέα μας». Ο Αντώνης γύρισε με ευχαρίστηση και είδε πως ερχόταν επιτέλους η Έλλη. Τόση ώρα περίμενε να την δει και να την σφίξει στην αγκαλιά του. Είχαν ενάμιση μήνα να βρεθούν και το πρωί στη σχολή έπρεπε να είναι συγκρατημένοι μπροστά στους γονείς της Έλλης, που δεν ήξεραν ακόμη και πολλά για την σχέση τους.
«Πιάσε άλλα τρία καραφάκια κυρ Κώστα», ακούστηκε ο Περικλής, ο πότης της παρέας, ποντιακής καταγωγής, μερακλής κι αυτός, πάντα πρόθυμος να οργανώσει καλά τσιμπούσια με ρετσίνα και καλό φαγητό.
«Έφτασεεε» ακούστηκε ο μαγαζάτορας από μέσα.
«Άντε ρε κορίτσια, που είστε; Ο Αντώνης εδώ έλιωσε από την αναμονή», συνέχισε γελώντας και πειράζοντας τον Αντώνη ο Περικλής.
«Ε, δεν καταλαβαίνετε τώρα, γυναίκες, έπρεπε να ετοιμαστούν, να φτιαχτούν, να πουν λίγο και τα δικά τους… Ίσως να έχασαν και το δρόμο!», πετάχτηκε ο Οδυσσέας, ο άλλος νησιώτης της παρέας, αλλά εντελώς διαφορετικός από τον Γρηγόρη. Ευγενικός και ευαίσθητος, του άρεσε πάντα να πειράζει τις κοπέλες.
«Σώωωπα μωρέ», έκανε με νάζι η Έλλη, η οποία πάντα δεχόταν τα πειράγματα και απαντούσε με χαμόγελο και την ευγένεια που την διακρίνει,
«Γεια σας ρε παιδιά» ακούστηκε και η Ξανθίππη «και συγγνώμη για την καθυστέρηση» είπε απολογούμενη προς τον Περικλή, «έπρεπε να περάσω λίγο από το σπίτι πρώτα γι αυτό αργήσαμε».
«Την Ελένη πού την παρατήσατε; Την ξεχάσατε σπίτι;» Ρώτησε με σοβαρό ύφος ο Λεωνίδας, συνεχίζοντας την πλάκα που ξεκίνησε ο Οδυσσέας. Ο Λεωνίδας, παιδί της πόλης, ήταν ο οργανωτής των πάρτι και των εκδρομών, δεν άφηνε την ευκαιρία για πείραγμα και αστεία να πάει χαμένη.
«Άσε που μπορεί να έπεσε και σε καμία τρύπα στο δρόμο», συνέχισε στο ίδιο τέμπο και ο Διονύσης, ο μάγειρας της παρέας, λάτρης του ξένου ρεπερτορίου, ερχόταν σε «αντίθεση» με τα μουσικά γούστα των «λαϊκών βάρδων» της παρέας, αλλά πάντα επιτυγχανόταν η χρυσή τομή, και μπορώ να πω πως αρκετές φορές πέρασε στην απέναντι όχθη. Βλέπετε το κάλο λαϊκό ελληνικό τραγούδι δεν αφήνει κανέναν ασυγκίνητο. (Εκτός από μερικές εξαιρέσεις….)
«Θα έρθει σε λίγο με την Μυρτώ και την Αλκμήνη, πέρασε από το σπίτι να τις πάρει. Και σταματήστε επιτέλους το δούλεμα, πάλι τα ίδια ξεκινήσαμε, αμάν αυτή η όρεξή σας, καλά ησυχάσαμε λίγο καιρό», απάντησε αμυνόμενη στην «επίθεση» η Ξανθίππη.«Εντάξει ρε κοπέλα μου, υπομονή, τελευταία φορά που θα μας υποστείς, μετά θα μας χάσεις και να δω τι θα κανείς χωρίς τα πειράγματά μας», της είπε ο Αλέξανδρος, «εδώ μας άντεξες τέσσερα χρόνια....».

Οκτώβριος 1999

Ήταν Οκτώβριος πριν από εννέα χρόνια. Οι πρωτοετείς τότε φοιτητές είχαν έρθει στην επαρχιακή πόλη, είχαν ψάξει για στέγη και είχαν τακτοποιηθεί στις νέες τους κατοικίες, ξεκινώντας έτσι ουσιαστικά την νέα τους ζωή. Οι περισσότεροι από αυτούς ουσιατικά για πρώτη φορά θα έμεναν μακριά από τις οικογένειες τους,από τα σπίτια στα οποία είχαν μεγαλώσει.
Η μοίρα τους έφερε όλους στην ίδια πόλη, στο ίδιο τμήμα. Μαζί θα ξεκινούσαν την φοιτητική τους ζωή. Μια κοινή πορεία για ένα τσούρμο αγνώστων που στην πορεία θα γινόταν φίλοι, αδέρφια, μια οικογένεια....


υ.γ.: Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις είναι φανταστικά.
Οποιαδήποτε ομοιότητα με την πραγματικότητα είναι απλώς τυχαία.

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2008

9 χρόνια...

Υπάρχουν στιγμές που δεν θα τις ξεχάσουμε ποτέ.





Στιγμές που μας σημάδεψαν.
Που μας οδηγούν στο αύριο.
Που μας κάνουν να αναπολούμε, να θυμόμαστε, να γελάμε, να δακρύζουμε.... να ταξιδεύουμε, να συναντάμε.
Τις στιγμές τις κάνουν και οι άνθρωποι....
Υπάρχουν και κάποιοι άνθρωποι που έρχονται ξαφνικά στη ζωή μας και μένουν για πάντα.
και άλλοι που φεύγουν ξαφνικά, αλλά είναι πάντα κάπου εδώ γύρω.

Αυτό και το επόμενο ποστ είναι αφιερωμένα στον Θ. & την Ε.,την Μ. και την Μ., τον Σ. τον Ν. τον Θ. τον Γ. τον Χ. τον Κ., τον Β. & την Α., την Σ. και όλους όσους είμασταν εκεί 9 χρόνια πριν. και στον Δ. που είναι κάπου εδώ γύρω.



Ευχαριστώ.

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2008

Άγνωστος Προορισμός....

01.
τετάρτη πρωί.

φορτώνω τα πράγματα στο αυτοκίνητο και ξεκινώ το ταξίδι.

μόνος, όπως πάντα.

ανοίγω το ραδιόφωνο να παίζει.

έχω έτοιμα και τα cd, να με συντροφέυσουν όταν χάσω τους σταθμούς.

ο προορισμός άγνωστος.

μέχρι να κουραστώ θα οδηγώ.

μετά έχει ο θεός.

πρώτη στάση μετά από κανα τρίωρο.

στο καφενείο ενός χωριού, έξω από την μεγάλη πόλη.

ελληνικός καφές, φτιαγμένος απ'τον κυρ Θανάση.

μερακλίδικος και βαρύς.

οτι πρέπει για τη συνέχεια.

η διαδρομή φαντάζει δύσκολη.

μα ήμουν γελασμένος.

είναι πανέμορφη και κρύβει εκπληκτικές εναλλαγές.

μετά την πολύβουη πολιτεία, όπου αντίκρυσα βιαστικούς και ανέκφραστους ανθρώπους να τρέχουν για να πρόλαβουν τον χρόνο, ξεκίνησα τον ανηφορικό δρόμο για το βουνό.

δεύτερη στάση αργά το μεσημέρι, στην ταβέρνα της κυρα Λίνας, λίγο πριν τη ράχη.

ετοίμασε κάτι πρόχειρο για να φιλέψει τον ταξιώτη.

μα τόσο νόστιμο το φαγητό της, χορταστικό και γνήσιο.

δεν πρόλαβα να ρωτήσω που θα μπορούσα να διανυκτερεύσω, και κανόνισε να με φιλοξενήσουν τα παιδιά της, στο πάνω χωριό, σχεδόν 4 ώρες δρόμος μέσα στο βουνό.

η οδήγηση μετά το φαγητό είναι κάτιτις πιο δύσκολη, κι ο ήλιος είχε άρχισει να πέφτει πίσω από τα βουνά.

μα έπρεπε να αντέξω.

είχα στήριγμα τις εικόνες της παρθένας φύσης που μ αγκάλιαζε.

μετά από σχεδόν τέσσερις ώρες οδήγησης μέσα στο παραδεισένιο ελατοδάσος, καμιά δεκαριά σπίτια ξεπρόβαλαν μπροστά μου.

παράθυρα, πόρτες, παντού κλειστά.

ίχνος ζωής δεν φαινόταν να υπάρχει στο χωριό.

σ ένα από τα σπίτια φαινόταν φως.

και καπνός να χορεύει από την καμινάδα.

σταμάτησα το αυτονίκητο.

μόλις έκανα να βγω άνοιξε η πόρτα από το σπίτι.

τα παιδιά της κυρα Λίνας με υποδέχτηκαν σαν να ήμουν αδερφός τους.

μου ετοίμασαν κάτι ζεστό να πιω.

είχαν το τζάκι αναμένο εδώ και ώρα και το σπίτι είχε ζεστάνει για τα καλά.

δεν ήξερα αν ονειρευόμουν ή ζούσα μια ακατανόητη πραγματικότητα.

κουβεντιάσαμε για κανά μισάωρο.

ο Γιώργος, ο πιο μεγάλος, είχε επιστρέψει από το εξωτερικό όπου σπούδαζε πριν 2 μήνες.

ακόμη δεν είχε αποφασίσει αν θα μείνει μόνιμα ή θα ξαναφύγει.

ο Μανώλης ο μεσαίος, τέλειωσε πέρυσι το σχολείο, και τώρα είχε αναλάβει να φτιάξει το παλιό σπίτι και να το μετατρέψει σε ξενώνα.

η Μαρία, η πιο μικρή, πήγαινε ακόμη σχολείο και τα σαββατοκύριακα βοηθούσε την μητέρα της στη ταβέρνα.

η κούραση και η πίεση όλης της ημέρας είχε αρχίσει να επιδρά,

το κατάλαβαν και ετοίμασαν για ύπνο.

τα φώτα σβήσανε.

ξαπλώνοντας και κοιτώντας από το παράθυρο έξω, προσπαθούσα να καταλάβω τι ακριβώς συνέβαινε.

πως και γιατί έφτασα εκεί....






υπάρχει τελικά για όλα μια εξήγηση;
ξεκίνησα να γράφω αυτό το κείμενο έχοντας άλλα στο μυαλό μου,
κατέληξα εδώ
δεν ξέρω την συνέχεια....
ψάχνω έναν λόγο για τον οποίο το έγραψα.
αν μπορούσα να το μετατρέψω σε "παιχνίδι" θα προσκαλούσα όποιον θέλει να δώσει μια συνέχεια.
αν μπορούσα να το μετατρέψω σε κάτι άλλο...(?) θα ήθελα τις προτάσεις σας.
ή και χρόνο για να σκεφτώ.

Καλό Ξημέρωμα.
Καλό ΣαββατοΚύριακο σε όλους σας

Ζω...

Ζω...
Θεσσαλονίκη (photo by Tovene592)